- ακριβοποτίζω
- (για φυτά και μτφ. για τα παιδιά) ποτίζω με πολλή στοργή και αγάπη, ακριβανατρέφω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο-* + ποτίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακριβοποτίζω — ισα, ποτίζω κάτι, δίνω σε κάποιον να πιει με ενδιαφέρον και αγάπη: Τον ακριβοτάιζαν και τον ακριβοπότιζαν τον κανακάρη τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακριβοταγίζω — και ακριβοταΐζω ισα, ισμένος, τρέφω με μεγάλη φροντίδα (βλ. και ακριβοποτίζω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)